- κυματογόνος
- -οαυτός που δημιουργεί, που παράγει κύματα ή κυμάνσεις («κυματογόνος περιοχή»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. καπνο-γόνος, τερατο-γόνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek